κλαδευτικός

κλαδευτικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλάδεμα, αυτός που χρησιμεύει για το κλάδεμα: Αγόρασε μια κλαδευτική ψαλίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλαδευτικός — ή, ό [κλαδεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλάδεμα ή αυτός που χρησιμεύει για κλάδεμα («κλαδευτική ψαλίδα») …   Dictionary of Greek

  • κλαδεύω — (AM κλαδεύω) κόβω τα περιττά κλαδιά δέντρου ή θάμνου για τόνωση και πλούσια καρποφορία («κλαδεῡσαι δεῑ, σκάψαι, ἀναδῆσαι», Κλήμ.) νεοελ. 1. μτφ. χτυπώ κάποιον δυνατά 2. μτφ. σφάζω, αποκεφαλίζω, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι). ΠΑΡ. κλάδε(υ)μα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”